Ορολογία προγραμματιστών – λεξικό όρων…

Μέσα σε όλα τα τεχνικά θέματα με τα οποία ασχολείται το blog μας, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να υπάρχει κι ένα θεματάκι λίγο πιο…ανάλαφρο.
Αφορμή για το θέμα που θα γράψω παρακάτω στάθηκε η δημιουργία του καινούργιου μας site και η ‘αναγκαστική’ συνάντηση κάποιων προγραμματιστών οι οποίοι ανέλυσαν και δημιούργησαν το νέο project.

Από μικρός φρόντιζα να χρησιμοποιώ στην καθομιλουμένη λέξεις, τις οποίες θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει, έχοντας τις βασικές γραμματικές γνώσεις. Οι γνώσεις μου όσον αφορά τον προγραμματισμό βρίσκονται σε θεωρητικό επίπεδο, οπότε θα πρέπει να με δικαιολογήσετε εάν ξέρετε κάτι περισσότερο από μένα για τους παρακάτω ορισμούς για τους οποίους ρώτησα κι έμαθα:

Πατσάρω: Διορθώνω κάποιες λάθος λειτουργίες, κάποια bugs. Εάν δεν ξέρετε τι σημαίνει bug, τότε καλύτερα να μεταβείτε σε κάποιο site μαγειρικής…

Λοκάρω: Σημαίνει κλειδώνω, αλλά στην καθημερινή χρήση μπορεί να χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από κάπου, πχ. από κάποια όμορφη κοπέλα.

Σορτάρω: Βάζω στην σειρά, πχ. “σορτάρω κατά όνομα’.

Πινγκάρω: Εκτελώ την εντολή ping μέσα από command line για να δω πληροφορίες (που απαντάει)πχ για μία ip, ή έναν name server.

Ταγκάρω: Βάζω tag, δηλαδή κάποια ετικέτα κάπου (χρησιμοποιείται και για τα tag στα blog, εάν κοιτάξετε κάτω δεξιά από το post αυτό θα δείτε κάποια tags )

Φλαγκάρω: Βάζω flag… Το έχω σαν υποσημείωση, το σημειώνω…ρωτήστε και τον Παναγιώτη.

Λουπάρω: Επανεξετάζω, πχ τον κώδικα, το τρέχω ξανά..

Ριπάρω: Αντιγράφω κάποιο πρόγραμμα, πχ. Ριπάρω κάποιο cd σε εξωτερικό δίσκο.

Λονγκάρω: Το αντίθετο του σορτάρω… κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε..μην το μπερδέψετε με το λογκάρω…είναι άλλο…την διαφορά την κάνει το ‘ν’

Λογκάρω: Κάνω log in, συνδέομαι σε μια σελίδα με το username και password μου.. Προσοχή κι εδώ, μήν το μπερδέψετε με το ‘λαγκάρω’ που θα εξηγήσω παρακάτω. Επίσης, σημαίνει και καταγράφω.

Λαγκάρω: Μπορείτε να το συναντήσετε και ως ‘τρώω λάγκ’. Όπως και να το πείτε, θα σας καταλάβουν…λέμε τώρα…πάντως, σημαίνει ότι καθυστερώ, αργοπορώ, έχω διαφορά φάσης.

Γκουγκλάρω: Αυτό το ξέρει και η κόρη μου που είναι δύο χρονών…δε το εξηγώ..

Μπανάρω: Απαγορεύω. Διαβάστε έκφραση που βρήκα μετά από γκουγκλάρισμα:
– Με κάλεσε η Σούλα στο σπίτι των δικών της στην Εκάλη.
– Εκάλη; Και πώς θα πας; Με τις κάλτσες με τα ξεχειλωμένα λάστιχα που έχεις και το παπί; Θα σε μπανάρει ο πατέρας της!

Σνιφάρω: Ελέγχω πχ το δίκτυο. Στην καθομηλουμένη, είναι το ρούφηγμα από την μύτη βεβαίως βεβαίως… Διάβασα ότι έχει μονάδα μέτρησης την…ρουθουνιά!

Κασάρω: Το έχω κρατήσει στην μνήμη, πχ. Το έχει κασάρει το Google..

Κρασάρω: Προέρχεται από την αγγλική crash και σημαίνει καταρρέω. Το κρασάρισμα, μπορεί βέβαια να είναι και απλή δυσλειτουργία.

Ποστάρω: Γράφω σε blog, ανεβάζω (κάνω post) ένα άρθρο μου σε κάποιο blog..

Λινγκάρω: Στέλνω ένα link σε κάποιον.

Γκραμπάρω: Από την λέξη grab, που σημαίνει αρπάζω. Το συναντάμε στην επεξεργασία video.

Χακάρω: Εισβάλω στον κώδικα… Όλοι πλέον ακούν για χάκερς, χακαρίσματα κλπ.

Μπουτάρω: Ξεκινώ, κάνω πχ. Boot τον υπολογιστή μου. Βρήκα κι ένα σχετικό ποιηματάκι στο http://reb-lex.blogspot.com:
Εμπούταρα πρωί πρωί
Στις έξι παρά κάτι
Και χάζευα τα σχήματα
Επάνω στο κρεβάτι
Πρέπει να πάω στη δουλειά
Να τρέξω σαν Κεντέρης
Γιατί αν μ’ απολύσουνε
Θα λες πως δε με ξέρεις

Φορμάρω: Διαμορφώνω, κάνω format

Ζιπάρω: Συμπιέζω αρχεία. Βοηθάει στην εξοικονόμηση χώρου

Τσατάρω: Κάνω chat, συζητάω με κάποιον μέσω υπολογιστή και Internet.

Εάν έχει κάποιος να μου δώσει κι άλλες τέτοιες λεξούλες αλλα και τις επεξηγήσεις τους ας επικοινωνήσει μαζί μου στο info@pointer.gr

Share it!